φιλόκνισος

φιλόκνισος
(I)
-ον, ΜΑ
αυτός που χαίρεται με την κνίσα, τον αχνό και την οσμή τών ευωχιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -κνισος (< κνῖσα), πρβλ. πολύ-κνισος].
————————
(II)
-ον, Α
αυτός που τού αρέσουν τα ερωτικά γαργαλίσματα, λάγνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -κνισος (< θ. αορ. κνῐσ- τού κνίζω*, -ομαι «ερεθίζω, γαργαλώ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλόκνισος — fond of pinching masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκνίσοιο — φιλόκνισος fond of pinching masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”